πενταποδία

πενταποδία
η, ΝΑ
κώλο το οποίο αποτελείται από πέντε πόδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + -ποδία (< πούς, ποδός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Стих — Содержание 1 Стих в античном стихосложении 1.1 Стихи с двустопным метром …   Википедия

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

  • σιμμίσιον — το, ΝΑ [Σιμμίας] σχήμα τής αρχαίας μετρικής, κατά το οποίο η πενταποδία κάθε στίχου καταλήγει σε έναν ή δύο σπονδείους και το οποίο χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο ποιητής Σιμμίας …   Dictionary of Greek

  • τροχαίος — Δισύλλαβος πόδας της αρχαίας ελληνικής μετρικής, που έχει την πρώτη συλλαβή μακρά (θέση) και τη δεύτερη βραχεία (άρση), είναι δηλαδή του τύπου –’ υ. Είναι ακριβώς αντίθετος από τον ίαμβο, ο οποίος είναι επίσης δισύλλαβος πόδας, αλλά σε αυτόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”